- τρυφῶντες
- τρυφάωlive softlypres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
питоватисѧ — ПИТ|ОВАТИСѦ (6*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. 1.Питаться, кормиться: и травою ˫ако волъ питѹѥшисѧ (ψωμιοῦσι) ГА XIV1, 119г. 2. Страд. к питовати в 1 знач.: Что ра(д) пакы враномь питѹѥтьсѧ (τρέφεται) ГА XIV … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μαζώ — μαζῶ, άω (Α) 1. ζυμώνω κριθαρένια ψωμιά ή πίτες από κριθαρένιο αλεύρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μαζῶντες τρυφῶντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα (πρβλ. κριθάω)] … Dictionary of Greek
τρυφώ — τρυφῶ, άω, ΝΜΑ [τρυφή] 1. ζω μέσα στην τρυφή, ζω τρυφηλό βίο μσν. αρχ. αντλώ χαρά και ευχαρίστηση από κάτι αρχ. 1. ζω μέσα στην ακολασία και στην ασωτεία 2. ξοδεύω πολλά, είμαι σπάταλος 3. περηφανεύομαι, επαίρομαι 4. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.)… … Dictionary of Greek